αντισηπτικός

αντισηπτικός
-ή, -ό
αυτός που προλαβαίνει ή αναχαιτίζει τη σήψη, καταστρέφοντας τους μικροοργανισμούς ή προλαβαίνοντας την ανάπτυξή τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντισηπτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σταματά ή προλαβαίνει τη σήψη: Ο γιατρός για να σταματήσει τη σήψη, έδωσε αντισηπτικό φάρμακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”